σφαγάρι

σφαγάρι
το, Ν
1. ζώο που προορίζεται για σφαγή, σφάγιο
2. συνεκδ. το κρέας υγιούς σφαγίου, σε αντιδιαστολή προς το κρέας ζώου που έχει ψοφήσει
3. μτφ. πτώμα ανθρώπου που φονεύθηκε σε μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφαγ- τού σφάζω (πρβλ. σφαγή) + κατάλ -άρι (πρβλ. λιθ-άρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφαγάδι — το, Ν σφαγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σφαγ τού σφάζω (πρβλ. σφαγή) + κατάλ άδι (πρβλ. κοπ άδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”